ανθρωποφαγία

ανθρωποφαγία
η людоедство, каннибализм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανθρωποφαγία" в других словарях:

  • ἀνθρωποφαγία — ἀνθρωποφαγίᾱ , ἀνθρωποφαγία cannibalism fem nom/voc/acc dual ἀνθρωποφαγίᾱ , ἀνθρωποφαγία cannibalism fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθρωποφαγία — Η συνήθεια ορισμένων φυλών να τρώνε ανθρώπινο κρέας. Λέγεται επίσης και κανιβαλισμός, από το όνομα που έδωσαν σε μια φυλή ανθρωποφάγων των νησιών της Καραϊβικής οι Ισπανοί κατακτητές τον 17ο αι. Τη συνήθεια της α. σε πρωτόγονους λαούς έχουν… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποφαγία — η κανιβαλισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνθρωποφαγίας — ἀνθρωποφαγίᾱς , ἀνθρωποφαγία cannibalism fem acc pl ἀνθρωποφαγίᾱς , ἀνθρωποφαγία cannibalism fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωποφαγίαν — ἀνθρωποφαγίᾱν , ἀνθρωποφαγία cannibalism fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωποφαγιῶν — ἀνθρωποφαγία cannibalism fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανιβαλισμός — Η κατανάλωση ανθρώπινου κρέατος για τελετουργικούς λόγους. Ο όρος κανίβαλος προέρχεται (μέσω του ισπανικού canibal) από το cannibe (= γενναίος), εθνικό όνομα μιας ομάδας Καρίβων (ιθαγενών των βορειοανατολικών περιοχών της Νότιας Αμερικής) στους… …   Dictionary of Greek

  • Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… …   Dictionary of Greek

  • Antropofagia — Saltar a navegación, búsqueda …   Wikipedia Español

  • antropofagia — ► sustantivo femenino Costumbre de comer carne humana. SINÓNIMO canibalismo * * * antropofagia (del gr. «anthrōpophagía») f. Hábito de comer carne humana. ⊚ Cualidad de antropófago. * * * antropofagia. (Del gr. ἀνθρωποφαγία). f. Costumbre de… …   Enciclopedia Universal

  • -φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»